σκαρπέλο

σκαρπέλο
και σκαλπέλο, το, Ν
είδος εργαλείου από χάλυβα που χρησιμοποιείται για κόψιμο, χάραξη ή ξύσιμο αντικειμένων, η σμίλη, κν. κοπίδι («με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν... την πέτρα μου», Οδ. Ελύτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scarpello].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαρπέλο — το (λ. ιταλ.), είδος ξυλουργικού εργαλείου, κοπίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… …   Dictionary of Greek

  • γλαρίς — ( ίδος), η (Α γλαρίς) νεοελλ. το κάτω άκρο τού γεωτρύπανου αρχ. σμίλη, σκαρπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα ιδ που απαντά σε σημασιολογικά συγγενείς λέξεις που δηλώνουν μικρά εργαλεία (πρβλ. γραφίς, γλυφίς, κοπίς).… …   Dictionary of Greek

  • εκκοπέας — ο (Α ἐκκοπεύς) νεοελλ. χαλύβδινο εργαλείο με αυλακωτή αιχμή για να αυλακώνουν ή να εκκόπτουν, σκαρπέλο αρχ. ισχυρό και οξύ λειτουργικό εργαλείο …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • σγόρμπια — η, Ν αυλακωτό σκαρπέλο …   Dictionary of Greek

  • σκαλπέλο — το, Ν βλ. σκαρπέλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”